6937 744 055
Οι τρεις κύριες θεραπευτικές προσεγγίσεις

Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Η ψυχοδυναμική προσέγγιση δίνει έμφαση στην εξερεύνηση του ασυνειδήτου, όπου είναι αποθηκευμένες οι αυτοκαταστροφικές σκέψεις και τα συναισθήματα. Ο σκοπός του θεραπευτή είναι να βοηθήσει τον ασθενή να τις φέρει στο συνειδητό, έτσι ώστε να γίνουν γνωστές και στη συνέχεια να είναι σε θέση ο θεραπευόμενος να πάρει τον έλεγχό τους - με άλλα λόγια, "γίνεται το ασυνείδητο συνειδητό" (Jacobs, 2004:12). Σύμφωνα με τη θεωρία της ψυχοδυναμικής προσέγγισης, οι άνθρωποι αναπτύσσουν άμυνες για να αντισταθούν στις απειλητικές επιθυμίες του ασυνειδήτου και ο στόχος του θεραπευτή είναι να χαλαρώσει αυτή την αντίσταση (McLeod, 2009). Οι ψυχοδυναμικοί θεραπευτές χρησιμοποιούν συνήθως τεχνικές όπως οι ελεύθεροι συνειρμοί ή, με απλά λόγια, να λένε οι ασθενείς "ό,τι τους έρχεται στο μυαλό" (McLeod, 2009:88)· με αυτό τον τρόπο αποκαλύπτουν τις καταπιεσμένες ιδέες για τον εαυτό τους, που είναι ο κύριος λόγος της προβληματικής συμπεριφοράς τους (McLeod, 2009). Οι συνειρμοί που κάνει ο ασθενής μπορεί να είναι χρήσιμοι για τον θεραπευτή ώστε να κάνει ερμηνείες, δηλαδή να ρίξει φως στις ασυνείδητες σκέψεις και συναισθήματα του ασθενή (Jacobs, 2004).
Θα ήθελα εδώ να καταστήσω σαφή τη διάκριση μεταξύ ψυχαναλυτικής και ψυχοδυναμικής θεραπείας. Η ψυχαναλυτική θεραπεία αφορά κυρίως τις ιδέες του Φρόιντ, είναι γενικά μακροχρόνια και περιλαμβάνει την ανάλυση της προσωπικότητας ως σύνολο. Παρά το γεγονός ότι η ψυχοδυναμική προσέγγιση προήλθε από την ψυχανάλυση, τείνει να είναι βραχύτερη και λιγότερο εντατική και, επιπλέον, θέτει συνήθως ένα συγκεκριμένο στόχο, για παράδειγμα την αντιμετώπιση κάποιας φοβίας.
Οι περισσότεροι σύγχρονοι ψυχοδυναμικοί θεραπευτές έχουν κάνει πολλά βήματα προς τα εμπρός σε σύγκριση με την αρχική άκαμπτη στάση της ψυχαναλυτικής θεραπείας, που ήθελαν το θεραπευτή ψυχρό και ουδέτερο. Συχνά λοιπόν πλέον επιδεικνύουν φιλικότητα, προθυμία να μοιραστούν τα συναισθήματά τους με τον ασθενή και, πάνω από όλα, είναι απλοί και αληθινοί στη θεραπευτική σχέση που αναπτύσσουν με τον ασθενή.
Η ΠΡΟΣΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Η προσωποκεντρική θεραπεία, ήδη από την αρχική διάδοση των τολμηρών ανθρωπιστικών ιδεών του Carl Rogers, τοποθετεί τη σχέση μεταξύ του συμβούλου και του πελάτη στο επίκεντρο της θεραπευτικής διαδικασίας (Rogers, 1951). Πρώτα απ 'όλα, το πρόσωπο που ζητά βοήθεια από ένα άτομο με επίκεντρο τον θεραπευτή δεν αποκαλείται πλέον «ασθενής», αλλά «πελάτης». Ο Rogers δεν προσπάθησε να θεραπεύσει την ασθένεια σαν γιατρός, αλλά προσπάθησε να «βρίσκεται» με το άλλο άτομο και να το υποστηρίξει προκειμένου να ξεπεράσει τις δυσκολίες στη ζωή του (Kahn, 2001).
Δεύτερον, ο θεραπευτής είναι καλός, ευγενής, ειλικρινής, μη επικριτικός και κύριο μέλημά του είναι να επικοινωνήσει «αγάπη» στον πελάτη (Kahn, 2001). Ένας προσωποκεντρικός θεραπευτής δεν θα αναμιχθεί με το υλικό που ο πελάτης φέρνει στη συνεδρία, αλλά θα ακολουθήσει τον πελάτη εκεί που ο δεύτερος θέλει να πάει. Επιπλέον, θα ακούσει ενεργά τι έχει να πει ο πελάτης και στη συνέχεια, μέσω της αντανάκλασης συναισθήματος και τη χρήση παράφρασης, θα ρίξει φως στις σκέψεις και τα συναισθήματα του πελάτη. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά του θεραπευτή συνοψίζονται σε τρεις βασικές προϋποθέσεις για τη θεραπευτική αλλαγή (Rogers, 1957):
• Τη γνησιότητα του θεραπευτή
• Την άνευ όρων αποδοχή του πελάτη
• Την ενσυναισθητική κατανόηση των συναισθημάτων του πελάτη
Πρόκειται λοιπόν για μία μη-κατευθυντική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που κύριο αξίωμά της είναι ότι ο πελάτης ξέρει τι είναι καλύτερο για τον ίδιο, ωστόσο για δικούς του λόγους (που μπορεί να είναι έλλειψη εμπιστοσύνης, αυτοπεποίθησης, αυτογνωσίας κ.ά.), δυσκολεύεται να ακολουθεί στη ζωή του. Για αυτόν ακριβώς το σκοπό επιστρατεύεται ο θεραπευτής και, σε συνεργασία με τον πελάτη, διευκολύνει την προσπάθειά του ώστε να πετύχει να γνωρίσει το δυναμικό που έχει και παράλληλα να αναγνωρίσει και την αξία του ως ανθρώπου με πίστη και αγάπη για τον εαυτό του.
Η ΓΝΩΣΤΙΚΗ-ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία (CBT) προέκυψε από την ενοποίηση των γνωστικών και συμπεριφορικών αρχών στην ψυχοθεραπεία και συμβουλευτική. Είναι μια κατευθυντική θεραπευτική προσέγγιση, με σαφή προσδιορισμό στόχων και βασιζόμενη σε τεχνικές (Beck, 1995). Ο θεραπευτής αναθέτει ασκήσεις στο θεραπευόμενο, ο οποίος καλείται να τις πραγματοποιεί στο διάστημα μεταξύ των συνεδριών• ο στόχος είναι να συνεχίζεται η θεραπεία και έξω από το γραφείο του θεραπευτή, ώστε σταδιακά να επιτευχθεί η αίσθηση του ελέγχου του εαυτού του χωρίς να χρειάζεται πλέον η καθοδήγηση του θεραπευτή (Simmons & Griffiths, 2009).
Μια βασική αρχή της CBT είναι ότι οι άνθρωποι συχνά κάνουν αυτόματες αρνητικές σκέψεις που προέρχονται από βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις τους και ο στόχος του θεραπευτή θα πρέπει να είναι η μετατροπή αυτών των σκέψεων σε πιο θετικές (Beck, 1995). Για παράδειγμα, αν ένας φοιτητής αποτύχει σε μια εξέταση στο πανεπιστήμιο μπορεί να σκεφτεί "Είμαι ανίκανος, σε τίποτα δεν μπορώ να είμαι καλός". Έτσι, αποδίδει τη συγκεκριμένη αποτυχία του στην ανικανότητά του (που είναι ριζωμένη πεποίθησή του η οποία πιθανότατα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα), χωρίς να λαμβάνει υπόψη τυχόν άλλους παράγοντες που πιθανόν έχουν παίξει ρόλο στο εν λόγω γεγονός. Ως εκ τούτου, ο θεραπευτής θα πρέπει να προσπαθήσει να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αυτό το πρόσωπο σκέφτεται, καθώς και να ερμηνεύσει τα γεγονότα και τις καταστάσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να δείξει στο θεραπευόμενο μια διαφορετική οπτική της πραγματικότητας (Simmons & Griffiths, 2009).